- επικλύζω
- ἐπικλύζω (AM)μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.)αρχ.1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.)2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις, γεγονότα) καλύπτω, καταλαμβάνω («ἔνοσις ἅπασαν ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν», Ευρ.)3. καλύπτω, αναπληρώνω κάτι που λείπει («νῡν μέν τοι τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην αὐτοῡ», Αισχίν.)4. (αμτβ.) ευπορώ, έχω αφθονία («τὰς ἐπεισάκτους ἀγορὰς πάσας ἐπικλύσαι μᾱλλον ἢ πρότερον», Διον. Αλ.)5. βρίσκομαι, είμαι σε αφθονία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλύζω «περιβρέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.